Βαγγέλης Γεροβασιλείου: «Το κρασί xρειάζεται ανθρώπους εργατικούς, διορατικούς και ονειροπόλους...»

Κείμενο ΤΑΣΟΥΛΑ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ - Φωτογραφίες ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

Ο διακεκριμένος οινοποιός μάς δίνει τη δική του «συνταγή» της επιτυχίας και μοιράζεται όσα έμαθε από την πολύχρονη ενασχόλησή του με το αμπέλι και τον οίνο.

Έγινε οινολόγος μάλλον από... πείσμα. Ο πατέρας του, Αργύρης, ήταν γεωργός. Είχε κι ένα αμπελάκι για να φτιάχνει κρασί για τις ανάγκες της οικογένειας. «Μη φανταστείτε κάτι ιδιαίτερο», λέει ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου. «Όσο ήταν φρέσκο, είχε κάποια χαρίσματα. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, ιδιαίτερα στη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλοιωνόταν. Φοιτητής ακόμα στη Γεωπονική, αναζητούσα τρόπους για να βελτιώσω την ποιότητα αυτού του κρασιού. Απευθύνθηκα σε έναν χημικό, που είχε εργαστήριο στη Θεσσαλονίκη. “Α, δεν μπορώ να σου πω. Αυτό είναι μυστικό”, μου είπε όταν του ζήτησα τη συμβουλή του. Αυτή η μυστικοπάθεια με θύμωσε. Και αποφάσισα να στρέψω τις σπουδές μου στην οινολογία».
Το Οινοποιείο, «περικυκλωμένο» από παρτέρια με μυρωδικά.
Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του ’70 βρέθηκε στο Μπορντό. Εκεί πήρε το πτυχίο του και είχε την τύχη να γίνει συνεργάτης του Εμίλ Πεϊνό, γκουρού τότε της οινολογικής επιστήμης. Εκείνος τον πρότεινε ως οινολόγο στο Porto Carras, όπου ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου έμελλε να εργαστεί 22 ολόκληρα χρόνια. Ήταν μεγάλο σχολείο για εκείνον, όπως σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνει, όμως η θέση του υπαλλήλου -έστω και υψηλόμισθου- δεν τον ικανοποιούσε πλήρως. Αποφάσισε να στήσει τον δικό του αμπελώνα. «Μαγιά» ήταν ένα πατρικό κτήμα 12 στρεμμάτων. Αγόρασε και άλλα 36, τα φύτεψε μόνο με λευκές ποικιλίες, κυρίως Μαλαγουζιά και Ασύρτικο. Έτσι ξεκίνησε... Πώς είδαν οι γονείς του την επιστροφή του στην πατρογονική γη; «Η μητέρα μου χάρηκε πολύ. Ο πατέρας μου, είναι αλήθεια, ξαφνιάστηκε. Το ότι δούλευα στον ιδιωτικό τομέα έτσι κι αλλιώς του κακοφαινόταν - εκείνα τα χρόνια αίγλη είχε το Δημόσιο. “Σπούδαζες τόσα χρόνια για να ξαναγυρίσεις στα χωράφια; Να περάσεις αυτά που πέρασα εγώ;” με ρώτησε. Αλλά και αργότερα, όταν έφτιαξα το οινοποιείο, είχε άγχος. “Πρόσεξε μη ρίξεις το καράβι στα βράχια”, μου έλεγε συνεχώς».

Πατήρ και υιός. Ο Αργύρης έχει σπουδάσει γεωπόνος και έχει  αναλάβει ένα κομμάτι από την ευθύνη της παραγωγής.
Το καράβι δεν έπεσε στα βράχια. Κάθε άλλο. Το Κτήμα Γεροβασιλείου, για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, βρίσκεται στο επίκεντρο των διεργασιών που οδήγησαν στην αναγέννηση του ελληνικού αμπελώνα και του ελληνικού κρασιού. Για τον δημιουργό του, η «συνταγή» είναι μία: «Πρέπει πρώτα να μελετήσει κανείς το έδαφος και τις ποικιλίες, να φτιάξει καλούς αμπελώνες, να παραγάγει ποιοτικό κρασί κι έπειτα -με το μάρκετινγκ- να δημιουργήσει ένα μύθο. Στην Ελλάδα, τα πράγματα γίνονταν τις περισσότερες φορές αντίστροφα: πολλοί επένδυαν στο μάρκετινγκ, χωρίς να έχουν υποδομή. Διαφήμιζαν ακριβές μάρκες κρασιών χωρίς να έχουν καν αμπελώνες!».

Η αίθουσα δοκιμών.
Αυτή η διαπίστωσή του μου δίνει την αφορμή να στρέψω τη συζήτηση στην κρίση. Έχουν κάνει οι Έλληνες οινοποιοί λάθη τα οποία σήμερα πληρώνουν; «Πολλά λάθη. Κατ’ αρχάς, επικράτησε μιμητισμός. Είχε επιτυχία ένα κρασί; Έσπευδαν όλοι να βγάλουν ένα παρόμοιο. Επίσης, ρίξαμε το βάρος στις ξενικές ποικιλίες. Αυτή η τακτική με τα χρόνια οδήγησε σε αδιέξοδο. Δικαιώθηκε, δηλαδή, η κυρία Σταυρούλα Κουράκου, η οποία από την αρχή επέμενε ότι έπρεπε να στηριχτούμε στις γηγενείς ποικιλίες. Της οφείλουμε μια μεγάλη συγγνώμη...» Υπάρχουν, όμως, και... καλά νέα. «Τα τελευταία χρόνια, νέοι επιστήμονες, σπουδασμένοι στο εξωτερικό, μπήκαν στην παραγωγική διαδικασία και ανέτρεψαν τις παλιές θεωρίες πάνω στην οινοποίηση. Οι περισσότεροι έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι απλή υπόθεση να βάλεις ετικέτα σε ένα μπουκάλι. Το να φτιάξεις ένα σωστό αμπέλι είναι το δύσκολο. Δεν αρκεί, όμως, το μεράκι. Ένας καλός αμπελουργός οφείλει να παράγει ποιοτικό σταφύλι και ένας καλός οινοποιός να κάνει τα λιγότερα λάθη στην οινοποίηση, ώστε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σταφυλιού να “κλειστούν” στη φιάλη, χωρίς απώλειες. Το κρασί χρειάζεται ανθρώπους εργατικούς, διορατικούς και ονειροπόλους...»
Ο αμπελώνας του κτήματος καλύπτει σήμερα 560 στρέμματα. «Πρωταγωνίστρια» είναι η Μαλαγουζιά, με 240.
Η Μαλαγουζιά και... οι άλλες
«Αγάπησα τη Μαλαγουζιά, αλλά κι εκείνη μου το ανταπέδωσε», λέει ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου όταν η κουβέντα έρχεται στην ποικιλία που έγινε «σημαία» του κτήματος. «Και αν κάτι με κάνει να αισθάνομαι υπερηφάνεια για την πορεία μου έως τώρα είναι ότι συνέβαλα στη διάσωσή της. Γιατί ήταν συλλογική υπόθεση. Ανέκαθεν πίστευα στη δυναμική των λευκών κρασιών μας. Είναι τα καλύτερα του κόσμου! Ακούγεται βαρύγδουπο, αλλά το πιστεύω. Η πολυμορφία των ποικιλιών και η ποιότητά τους είναι μοναδικές στον κόσμο. Στο κόκκινο έχουμε πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουμε, για να βελτιώσουμε και να αναδείξουμε και άλλα, πέραν των γνωστών - του Ξινόμαυρου και του Αγιωργίτικου».
Ο αμπελώνας του κτήματος καλύπτει σήμερα 560 στρέμματα. «Πρωταγωνίστρια» είναι η Μαλαγουζιά με 240, ακολουθεί το Ασύρτικο με 110 και τα υπόλοιπα μοιράζονται το Λημνιό, το Μαυροτράγανο, το Μαυρούδι, το Syrah, το Merlot, το Viognier και το Grenache rouge. «Η προσπάθεια είναι αέναη. Σκεφτείτε πως, έπειτα από 33 χρόνια που ασχολούμαι με τη Μαλαγουζιά, τώρα αρχίζω να καταλήγω στο ποιος κλώνος από τους τρεις είναι καλύτερος. Άρα, ο γιος μου πιθανότατα θα παραγάγει το “μεγάλο” κρασί που εγώ δεν μπόρεσα να φτιάξω...» λέει με μετριοφροσύνη ο συνομιλητής μου. Ο Αργύρης, στα χνάρια του πατέρα του, έχει σπουδάσει γεωπόνος και έχει ήδη αναλάβει ένα κομμάτι από την ευθύνη της παραγωγής. Η παραγωγή φτάνει ετησίως τις 250.000 φιάλες λευκών και τις 50.000 ερυθρών κρασιών. Οι εξαγωγές κυμαίνονται στο 35%.

Οικογενειακή υπόθεση. Με τη Σόνια, σύζυγο και συνοδοιπόρο του, και τα τρία παιδιά τους: τον Αργύρη, τη Μαριάνθη και τη Βασιλική
Συμπαραστάτης του Βαγγέλη Γεροβασιλείου, όλα αυτά τα χρόνια, είναι η σύζυγός του Σόνια. «Με στήριξε πολύπλευρα. Εγώ έλειπα το μεγαλύτερο διάστημα της μέρας από το σπίτι. Εκείνη ανέθρεψε τα παιδιά ουσιαστικά μόνη της - και με τον καλύτερο τρόπο. Μεγάλο επίτευγμα! Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν, ανέλαβε την ευθύνη του λογοστηρίου. Ελέγχει τα πάντα όπως πρέπει». Το ζευγάρι έχει και δύο κόρες: τη Μαριάνθη, που σπουδάζει δικηγόρος, και τη Βασιλική, που φέτος τελειώνει το λύκειο.
Το Μουσείου Οίνου, μοναδικό στο είδος του στην Ελλάδα, έχει μεγάλη επισκεψιμότητα.
Το καμάρι του συλλέκτη
Για τον διακεκριμένο οινοποιό το κρασί είναι τέχνη, άρα αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής μας παράδοσης. Όποιος περάσει το κατώφλι του όμορφου, πετρόχτιστου οινοποιείου, με τις «ήπιες» αρχιτεκτονικές γραμμές, και κυρίως του Μουσείου Οίνου που έχει δημιουργήσει μέσα σε αυτό, το καταλαβαίνει αμέσως. Εκεί θα δει παλιά πατητήρια και παμπάλαιες φιάλες κρασιού, βαρέλια, γεωργικά εργαλεία και μηχανήματα άλλων εποχών. Αλλά, κυρίως, μια εκπληκτική συλλογή με ανοιχτήρια, που αριθμεί περισσότερα από 2.600 κομμάτια και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Περιλαμβάνει σπάνια ανοιχτήρια από τον 18ο αιώνα, ορόσημα τεχνολογικής εξέλιξης, υψηλής αισθητικής και κοινωνικών συμβολισμών.

Ο άρχοντας των ανοιχτηριών. Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου διαθέτει μια εκπληκτική συλλογή με ανοιχτήρια, που αριθμεί περισσότερα από 2.600 κομμάτια από όλο τον κόσμο.
«Το... μικρόβιο του συλλέκτη το κόλλησα στη Γαλλία», ομολογεί ο ίδιος. «Όλα τα μεγάλα châteaux του Μπορντό είχαν αίθουσες με κειμήλια. Στο château Pudris, όπου έκανα την πρακτική μου, γνώρισα τη γιαγιά της οικογένειας, που μου έκανε και μαθήματα Γαλλικών. Σε κάθε γεύμα έφερνε στο τραπέζι κι ένα διαφορετικό ανοιχτήρι. Τότε μου μπήκε η ιδέα του μουσείου. Αργότερα, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έζησα την αστικοποίηση του χωριού μου. Τα παλιά σπίτια της Επανομής -με την αυλή, το χαγιάτι, όπου μέσα ήταν το πατητήρι, και το υπόγειο με τα βαρέλια- γκρεμίζονταν για να δώσουν τη θέση τους σε μεζονέτες ή πολυκατοικίες. Αγόρασα αρκετά πατητήρια εκείνη την εποχή. Οι ντόπιοι, βέβαια, με κοιτούσαν σαν... λοξό», θυμάται και γελάει.

Ένα από τα 2.600 ανοιχτήρια της συλλογής.
Το Μουσείο Οίνου έχει μεγάλη επισκεψιμότητα. «Δεν υπάρχει μέρα που να μην έρχεται κι ένα σχολείο. Και σε όσους το αντιμετωπίζουν, ίσως, με καχυποψία, λέγοντας ότι εκπαιδεύουμε μελλοντικούς καταναλωτές, απαντώ πως άλλος είναι ο στόχος μας: να μεταδώσουμε στα παιδιά την αγάπη για τη φύση. Να τους δείξουμε την εικόνα της ιστορικής συνέχειας στην παραγωγή κρασιού, αλλά και την ευρύτερη σχέση του με το κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι το βλέπω. Όταν κερδίζει μια επιχείρηση, πρέπει να ανταποδίδει ένα μέρος του κέρδους στην κοινωνία, στους ανθρώπους που τη στήριξαν. Το μουσείο το είχα πάντα κάτι σαν τάμα...»

Στον επίλογο της συνέντευξης, του ζητώ να δώσει κάποια συμβουλή στους νέους οινοποιούς, οι οποίοι σε ένα δυσμενές οικονομικά περιβάλλον προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. «Το κρασί θέλει υπομονή. Όποιος βιάζεται μάλλον δεν έχει κάνει τη σωστή επαγγελματική επιλογή. Αλλά, αν παραγάγεις καλό προϊόν, με επιστημονική γνώση και εντιμότητα, αργά ή γρήγορα θα αναγνωριστεί. Η ποιότητα δεν κρύβεται... Επίσης, ας δούμε μακροπρόθεσμα το θέμα του ελληνικού κρασιού. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι είναι πρεσβευτής της πατρίδας μας στο εξωτερικό. Και ας δείξουμε μέσα από αυτό τον καλό μας εαυτό - γιατί υπάρχει!»
-----------------------------------------------------------------------------
Κτήμα Γεροβασιλειου, Επανομή, Θεσσαλονίκη, τηλ. 23920 44 567, www.gerovassiliou.gr.

To κτήμα παράγει δέκα ετικέτες, με πλήθος σημαντικών βραβείων σε διεθνείς διαγωνισμούς, και είναι επισκέψιμο (Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 10.00 ώς τις 15.00 και Κυριακή από τις 11.00 ώς τις 17.00). Η επίσκεψη περιλαμβάνει μια σύντομη περιήγηση στον αμπελώνα, ξενάγηση στους χώρους παραγωγής, εμφιάλωσης και παλαίωσης και στο Μουσείο Οίνου, καθώς και δοκιμή των κρασιών.